βραβείου

βραβείου
βραβεί̱ου , βραβεῖον
prize in the games
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • даротьзоименьныи — (1*) пр. Соответствующий, равнозначный дару. Даротьзоименьноѥ средн. в роли с.: ѿ всѣхъ себе изложиша же и ѿщужиша. ни бо к тому ни еже мужи суть. ни ѿ˫атаго ради… предъвари иже і вѣнца подвизанье сего. и даротезоименьное. [ПНЧ 1795 – чести сеѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Dishypatos — Dishypatos, Latinized as dishypatus (Greek: δισύπατος, twice hypatos ), was a Byzantine honorary dignity (Greek: δια βραβείου άξια, dia brabeiou axia) in the 9th 11th centuries. From then on, and especially during the Palaiologan period, it is… …   Wikipedia

  • MYRTI vel Lauriramus seu virga — in conviviis olim, prolyra circumferebatur, cum qua accumbentes, qui fidibus nesciebant, seolia, i. e. convivialia carmina cantarent. Hesychius, μυρσίνης κλάδον ἢ δάφνης παρα ποτὸν ἦν σύνηθες διδόναι τοῖς κατακειμιένοις ἐκ διαδοχῆς ὑπὲρ τοῦ ᾆσαι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη …   Dictionary of Greek

  • αξιογέραστος — ἀξιογέραστος, ον (Μ) άξιος βραβείου …   Dictionary of Greek

  • απονομή — η (AM ἀπονομή) [απονέμω] νεοελλ. χορήγηση, παροχή τίτλου, βραβείου ή τιμητικής θέσης αρχ. χορήγηση, αμοιβή …   Dictionary of Greek

  • βράβευση — η (AM βράβευσις) [βραβεύω] η απονομή βραβείου νεοελλ. η τελετή της απονομής των βραβείων αρχ. κρίση, διαιτησία …   Dictionary of Greek

  • νομπέλιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Νο· ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 102 και ατομικό βάρος 263, αναφερόμενο στο πιο σταθερό ισότοπο του. Είναι από τα τελευταία στοιχεία που… …   Dictionary of Greek

  • νομπελίστας — ο, θηλ. νομπελίστρια κάτοχος τού βραβείου νομπέλ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομπέλ / νόμπελ + κατάλ. ίστας (πρβλ. αγγλ. nobelist) βλ. λ. νομπέλ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”